- πένταθλο
- Άθλημα σύνθετο από πέντε αγωνίσματα. Στην αρχαία Ελλάδα, όπου δημιουργήθηκε, περιλάμβανε άλμα, δίσκο, δρόμο, ακόντιο και πάλη. Σήμερα, το π. των αντρών, περιλαμβάνει άλμα σε μήκος, ακόντιο, δρόμο 200 μ., δισκοβολία και δρόμο 1.500 μ. Το γυναικείο π. περιλαμβάνει σφαιροβολία, άλμα σε ύψος, δρόμο 200 μ., άλμα σε μήκος και δρόμο 100 μ. Το σύγχρονο π. περιλαμβάνει ιππασία, ξιφομαχία, σκοποβολή, κολύμβηση και δρόμο, είναι μόνο για άνδρες, έγινε δεκτό το 1912 στους Ολυμπιακούς της Στοκχόλμης και οριστικός κανονισμός του διατυπώθηκε το 1932 στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες.
* * *το / πένταθλον, ΝΑ, πέμπαθλον και αρσ. πένταθλος και ιων. τ. πεντάεθλος, Ασύνθετο άθλημα τής κλασικής αρχαιότητας, ιδρυτής τού οποίου θεωρούνταν ο Ιάσων και το οποίο περιλάμβανε πέντε αγωνίσματα, τρία ελαφρά, δηλ. άλμα, δρόμο σταδίου και ακόντιο, και δύο βαρέα, δηλ. δίσκο και πάλη, ενώ σήμερα το αγώνισμα αυτό διεξάγεται κυρίως από γυναίκες, είναι σύνθετο επίσης και έχει πέντε ατομικά αγωνίσματα: 100 μέτρα με εμπόδια, σφαιροβολία, άλμα εις ύψος, άλμα εις μήκος και 800 μέτρααρχ.1. αυτός που αγωνίζεται στο άθλημα τού πεντάθλου ή αυτός που νικά στο αγώνισμα αυτό («τοῑς τρισὶν ὥσπερ οἱ πένταθλοι περίεστι καὶ νικᾷ», Πλούτ.)2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που επιχειρεί τα πάντα, που καταγίνεται με πολλά ή αυτός που διακρίνεται σε πολλούς τομείς δράσης («ἐν φιλοσοφίᾳ πένταθλος», Πλάτ.)3. (για τις αισθήσεις) αυτός που λειτουργεί με πέντε τρόπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + ἄεθλος / ἆθλος (πρβλ. φίλ-αθλος)].
Dictionary of Greek. 2013.